- πιστεύσῃς
- πιστεύωtrustaor subj act 2nd sgπιστόωmake trustworthypres part act fem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστεύσης — πίστευσις confiding fem nom/voc pl (doric aeolic) πιστόω make trustworthy pres part act fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστεύσηις — πιστεύσῃς , πιστεύω trust aor subj act 2nd sg πιστεύσῃς , πιστόω make trustworthy pres part act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣра — ВѢР|А1 (вѣра1300), Ы с. 1. Вера, доверие: жено послѹшаи мене и съ великою вѣрою поидивѣ къ ст=ѹмѹ. ЧудН XII, 70в; егда же ѹч҃тль. ни творить же ни ѹчить воли б҃ии. по заповѣдемъ его. ка˫а есть вѣра къ таковомѹ. (πίστις) ПНЧ XIV, 5а; Гнѹшаисѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek